κατάμεμπτον

κατάμεμπτον
κατάμεμπτος
blamed by all
masc/fem acc sg
κατάμεμπτος
blamed by all
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιλαγχάνω — (AM ἐπιλαγχάνω) νεοελλ. (η μτχ. αορ. β’ ως επίθ.) επιλαχών, ούσα, όν αυτός που βρίσκεται μετά τον τελευταίο επιτυχόντα σε εξετάσεις ή εκλογές («πρώτος επιλαχών») αρχ. μσν. κληρώνομαι, πέφτω στο μερίδιο κάποιου («τό τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε...… …   Dictionary of Greek

  • κατάμεμπτος — κατάμεμπτος, ον (Α) [καταμέμφομαι] αυτός που κατηγορείται ή καταφρονείται από όλους («γῆρας κατάμεμπτον», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”